Σημείωση για ένα ποίημα ή για έναν ποιητή – ε. ρ. ρουσσάκης
είμαι ο ανάδοχος του τέλους δεν με λένε ποίημα στον ισημερινό αλλά σημείωση για πυροβολημένους δεν είμαι η σωτηρία από την συμφορά είμαι το ανάθημα στο μνήμα σας αυτό πού ξεβγάλατε εδώ και τόσα χρόνια για να μην θυμάστε στοχευμένα σάς μιλώ από την άβυσσο για παλιές ερμηνείες ξεθωριασμένων πια οραμάτων σχεδιαστών λιστών σούπερ μάρκετ ανόνειρων ύπνων στο κρανίο σας σωρών φυλλαδίων παλιομοδίτικων διαφημίσεων πεταμένων στις πόλεις που επιστρέφετε για να θυμάστε μια τάχα χαμένη παιδικότητα Ξεκίνησα να γράφω για να είμαι απτή υπενθύμιση του έρωτα της επανάστασης – της αλήθειας μιας πολιτείας που δεν κοιμάται και κατέληξα να είμαι το νανούρισμα στα αυτιά σάς που παίζει ξανά και ξανά το ίδιο κακόγουστο εμβατήριο που σας κρατάει παράλυτους ενώ μάταια προσπαθείτε να κοιμηθείτε για να πεθάνετε ανθρωπότητα: περασμένος πια είναι ο καιρός του μεγαλείου μας ανεπιστρεπτί ώστε λοιπόν δεν είμαι πια ο ποιητής
Ι. Η καρδιά μου στην θάλασσα Είναι νύχτα Κι η νύχτα εγκαρτερεί το αιώνιο ‘Όπου κι αν βαδίσω με περιμένουν οι αιώνες
ΙΙ. Η καρδιά μου στην θάλασσα εγκαρτερεί τις ανεμώνες και συλλαβίζει το ανείπωτο συλλαβικά σαν πρώτα αρνούμενη το μάταιο αγκαλιάζοντας ένα μαβί χρώμα των αιώνων
ΙΙΙ. Η καρδιά μου στην θάλασσα εγκαρτερεί τον αιώνιο έρωτα που μέσα από τα κύματα στεριώνεται ένα απειρόχρωμο σπίτι για την αγάπη μου και είναι η πατρίδα μου το νερό και είναι τα βουνά της πατρίδας μου τα χέρια της αγαπημένης Όπου κι αν βαδίσω Με περιμένουν οι αιώνες
Αν κανείς άλλος, εσύ – T. Villanueva (μτφρ. ε.ρ. ρουσσάκης)
Άκου, εσύ εσύ που μεταμόρφωσες την αγωνία σου σε υγιή επίγνωση, βάλε τη φωνή σου εκεί που είναι η μνήμη σου. Εσύ που κατάπιες την απογευματινή σκόνη, υπερασπίσου ό, τι έχεις καταλάβει με λέξεις. Εσύ μόνο, αν κανείς άλλος, δεν καταδικάσει με τη φωνή του αλλιώς θα επέλθει η διάβρωση που φέρνει κάθε θλίψη.
Εσύ, που είδες τις εικόνες της αηδίας να επαυξάνονται θα καταλάβεις πώς ο χρόνος καταβροχθίζει τους άπορους. Εσύ, που έδωσες στον εαυτό σου τις δικές σου εντολές, και γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα γιατί γύρισες την πλάτη σου στα πιο δύσκολα όρια της πόλης σου.
Μην κάνεις ησυχία. Μην τα παρατάς. Η πιο επίμονη αλήθεια, όπως οι ξεροκέφαλοι αδελφοί μας μερικές φορές επιμένουν Θυμήσου καλά πώς ήταν η ζωή σου: θολότητα, και κηλίδα από λάσπη μεσ’ το ψιλόβροχο σαθρά παράθυρα που τα έτρωγε ο άνεμος το χειμώνα, και μέσα σε ένα παγωμένο πάτωμα ενός σπιτιού όπου η παγωνιά γέμισε τα ρούχα σου.
Πες πως μπόρεσες να φτάσεις σε αυτό το σημείο, για να ανοίξουν οι πόρτες της ιστορίας για να δείς τα πρώτα σου χρόνια, με τους δικούς σου ανθρώπους , με τους άλλους. Βάφτισε τον δρόμο Το ήρεμο πνεύμα της εξέγερσης που σε γαλούχησε, και πώς ήρθες στο σημείο να ξεμάθεις εκείνα τα μαθήματα εκείνου του δασκάλου του ξεδιάντροπου λεηλάτη της πατρίδας σου.
Τώρα που οι ώρες τις περισυλλογής, δεν βγάζουν κάπου Και τα μεγάλα βιβλία, στους μεγάλους ορίζοντες του δωματίου Έχουν σταματήσει από καιρό να μιλάνε για τα πρώτα όνειρα
Τώρα που οι δαντέλες επάνω στα δέντρα φυλλοροούν Ανεμίζοντας τη παλιά νιότη μιας εποχής που υπήρχαν λέξεις άλλες Και όλα ήταν ενθύμια μακρινά από ανοίκειους παραδείσους
(Δεν ξέραμε, αν υπάρχουν κάπου ή αν τα φανταζόμασταν)
Τελικώς αποδείχτηκαν ίσκιοι στα μεγάλα δόματα Των ανήσυχων ύπνων, από απόκρημνα βλέμματα Που μας στοιβάχτηκαν για τις μετέπειτα ώρες
Οι Κοίλοι άνθρωποι – Thomas Stearns Eliot (μτφρ. ε.ρ. ρουσσάκης)
Mistah Kurtz- είναι νεκρός· Μια δεκάρα για τον Γέρο.
I.
Είμαστε οι κοίλοι άνθρωποι· Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι· Γέρνοντας μαζί με ένα κομμάτι κεφαλιού γεμάτο σανό· αλίμονο! Οι θεόξερες φωνές μας, όταν Ψιθυρίζουμε μαζί Είναι ανεπαίσθητες και χωρίς νόημα· Όπως ο άνεμος στο ξηρό γρασίδι Ή τα πόδια των αρουραίων πάνω από τα σπασμένα γυαλιά Στο ξηρό κελάρι μας
Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα, Παράλυτη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.
Αυτοί που έχετε διασχίσει Με ευθεία μάτια, ως το άλλο Βασίλειο του θανάτου· Θυμηθείτε μας-αν σε όλα-δεν είμαστε χαμένοι ως Βίαιες ψυχές, αλλά μόνο· Ως οι κοίλοι άνθρωποι Οι παραγεμισμένοι άνθρωποι.
ΙΙ.
Μάτια που δεν τολμώ να συναντήσω στα όνειρα Στο βασίλειο των ονείρων του θανάτου· Αυτά δεν εμφανίζονται: Εκεί, τα μάτια είναι Αχτίδες του ήλιου σε μια σπασμένη μαρμάρινη στήλη Υπάρχει ένα δέντρο που αιωρείται· Και οι φωνές είναι Το σύριγμα του ανέμου Πιο απόμακρες και πιο επίσημες Από ένα διάττον αστέρι.
Αφήστε με να μην είμαι πιο κοντά· Στο βασίλειο των ονείρων του θανάτου Αφήστε με να φορέσω κι εγώ· Τέτοιες σκόπιμες μεταμφιέσεις Το παλτό του αρουραίου, του κορακιού,των διάτρητων δοκαριών Σε ένα πεδίο που συμπεριφέρονται όπως ο άνεμος Δεν είναι πιο κοντά·
Όχι αυτή είναι η τελευταία συνάντηση· Στο βασίλειο του λυκόφωτος
ΙΙΙ.
Αυτή είναι η νεκρή γη· Αυτή είναι η γη των κάκτων Εδώ οι πέτρινες εικόνες Στυλώθηκαν, εδώ λαμβάνουν· την ικεσία του χεριού ενός νεκρού Κάτω από τη λάμψη ενός διάττοντος αστεριού.
Είναι έτσι Στο άλλο βασίλειο του θανάτου Ξυπνάμε μόνοι· Την ώρα που υπάρχουμε Τρέμοντας από αισθήματα· Χείλη που θα φιλούσαμε Σχηματίζουν προσευχές σε θρυμματισμένες πέτρες.
ΙV.
Τα μάτια δεν είναι εδώ Δεν υπάρχουν μάτια εδώ· Σε αυτή την κοιλάδα των ετοιμοθάνατων αστεριών Σε αυτή την κοίλη κοιλάδα Αυτό το σπασμένο σαγόνι· των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτό το τελευταίο· από τα τελευταία σημεία συνάντησης Εμείς άθλιοι· σαν άμορφη μάζα Για να αποφύγουμε τις κοίλες ομιλίες Συγκεντρωθήκαμε· σε αυτή την όχθη του φουσκωμένου ποταμού
Αθέατη, εκτός αν Τα μάτια εμφανιστούν Σαν αέναο αστέρι· Σαν ένα στρώμα από ένα αειθαλές απειρόφυλλο ρόδο Από ένα βασίλειο στο λυκόφως του θανάτου Η ελπίδα μόνο Από κοίλους ανθρώπους.
V.
Εδώ γυρίζουμε γύρω από τις φραγκοσυκιές· τις φραγκοσυκιές
Εδώ γυρίζουμε γύρω από τις φραγκοσυκιές· Στις πέντε το πρωί.
Μεταξύ της ιδέας Και της πραγματικότητας· Μεταξύ της κίνησης Και της πράξης· Πέφτει η Σκιά Γιατί αυτό είναι το βασίλειο.
Μεταξύ της σύλληψης Και της δημιουργίας· Μεταξύ του συναισθήματος Και της απόκρισης· Πέφτει η Σκιά Η ζωή είναι πολύ μεγάλη.
Μεταξύ της επιθυμίας Και του σπασμού· Μεταξύ της δραστικότητας Και της υπάρξεως· Μεταξύ της ουσίας Και της καθόδου· Πέφτει η Σκιά Γιατί αυτό είναι το βασίλειο.
Γιατί αυτή είναι η ζωή Η ζωή είναι· Για αυτή η ζωή
είναι·
Έτσι τελειώνει ο κόσμος· Έτσι τελειώνει ο κόσμος· Έτσι τελειώνει ο κόσμος· Όχι με ένα κτύπημα· αλλά ένα μινύρισμα.
Nó, στη πραγματικότητα, Soy Salvadoreño – Javier Zamora (μτφρ. ε.ρ. ρουσσάκης)
“EL Sal-va-doh-RE-AN Salva-doh-RAN, Salva-DOH-RÍ-an,” los mui-muis, δεν ξέρουμε καν τι να αποκαλούμε τους εαυτούς μας. Πώς να φάμε ένα pupuza: ¿πιρούνι & μαχαίρι; Ή να το ανοίξουμε και να του φερθούμε σαν τάκο; Αλλά τότε, προδίδουμε την εθνικιστική μας (διαβάστε: αντί-μαύρων, αντί-αυτοχθόνων) ώθηση που θέλει να μην αναμειγνύεται με κανέναν άλλο. Και τι είναι ένα jalapeños στο curtido, cipotes; ¿Με τη χρήση πικάντικης “salsa” αντί για salsa de tomate; Yπάρχουν τόσα πολλά “restaurantes,” μια πλευρά του μενού: Μεξικάνικο, και τα λοιπά: platos típicos. Συνήθως Θέλω να παραγγείλω μια ensalada, αλλά μετά μου φέρνουν μια κανονική σαλάτα. Λέω: cóman miercoles, γιατί θέλουν να μου χρεώσουν επιπλέον για την Harina de arroz. Extra por los nueagados. Δεν υπάρχει πουθενά αλλού που θα προτιμούσα περισσότερο να είμαι από ο, τι στην κουζίνα της Abuelita, βλέποντας τη να βάζει φύλλα δάφνης, ντομάτες, σκόρδο, ρίγανη στο μπλέντερ, στη συνέχεια chicharrón, βοηθώντας την να πουλήσει σε όλους όσους γνωρίζουν πως έκανε τα καλύτερα pupusas από το 1985 έως το 2004. Έκτοτε, Ο Σαλβαδοριανός έγινε «Hermanos Lejanos», Ανταλλάξαμε την Colón με την Washingtón. Έκτοτε Los Hermanos Flores έψαχναν για νέους τραγουδιστές κάθε φορά που επέστρεφαν από το Los Yunaited στο San Salvador. Μείνε, no se vayan, es-tei, no sean dundos ήταν όλα όσα αυτοί οι Σαλβαδοριανοί θα μπορούσαν να πουν. Δεν τους ακούσαμε και ήρθαμε εδώ. Μόνο για να αποκαλούμαστε Μεξικανοί ή Πουερτορικανοί ανάλογα με την ακτή. Έπρεπε να πολεμήσουμε για την καλύτερη horchata μας, όχι εκείνη με τη τεμπέλικη λευκή, μόνο ρύζι, και όταν, δεν θέλαμε να παλέψουμε προσπαθήσαμε να αναμειχθούμε, να μιλήσουμε περισσότερο “Μεξικάνικα”, περισσότερα ira, περισσότερα popote, περισσότερα no pos guao. ¡Nó, majes! ¡No se me hagan dundos, ponganse trucha vos!
Όταν κάποιος θέλει να σε αποκαλέσει: Μεξικανό Μπορείς απλά να απαντήσεις: Όχι, στην πραγματικότητα, andáte a la M— racista cara de nacionalista.
Ποίημα τον Οκτώβρη – D. Tomas (μτφρ. ε. ρ. ρουσσάκης)
Ήταν ο τριακοστός μου χρόνος στον ουρανό Ξύπνησα από το άκουσμα των ήχων του λιμανιού Και του γειτονικού επιπλοποιείου Και το μύδι αναδύθηκε και ο ερωδιός μέσα από τη γοητεία του πρωινού Και την προσευχή του νερού και το κάλεσμα του γλάρου και του βουνού Και το χτύπημα των πλεούμενων βαρκών στον πλεγμένο από ιστό τοίχο Και τον εαυτό μου έτοιμο να πατήσει γη εκείνο το δευτερόλεπτο Στην ακόμα κοιμισμένη πόλη και προχώρησα μπροστά
Τα γενέθλια μου ξεκίνησαν με τα νεροπούλια και τα πουλιά των ιπτάμενων δέντρων που πετούσαν το όνομα μου πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα Και αναδύθηκα στο βροχερό φθινόπωρο Και πέρασα πάνω από την μπόρα όλων των ημερών μου Υψηλή παλίρροια και ο ερωδιός βυθίστηκε όταν εγώ πήρα τον δρόμο πέρα από τα σύνορα και τις πύλες της πόλης που έκλειναν όσο η πόλη ξυπνούσε
Μια σειρά από κροτίδες σε κίνηση Σύννεφα και οι θάμνοι ανάμεσα στους δρόμους σφυρίζοντας Μαυροπούλια και ο ήλιος του Οκτώβρη Ομοιάζων καλοκαίρι Στον ώμο του λόφου Εκεί όπου ζεστά κλίματα και ως γλυκείς τραγουδιστές έρχονταν ξαφνικά τα πρωινά όπου εγώ περιπλανιόμουν και άκουγα την βροχή να στενάζει και ένα δυνατό αέρα να φυσά στο δάσος κάτω από μένα
Θολή βροχή πάνω από το θορυβώδες λιμάνι Και πάνω από τη θάλασσα μια βρεγμένη εκκλησία στο μέγεθος σαλιγγαριού Με τα κέρατα της μέσα από την ομίχλη και το κάστρο καφετιά όπως οι κουκουβάγιες Αλλά όλοι οι κήποι της άνοιξης και του θέρους άνθιζαν στα ψηλά παραμύθια Πέρα από το όριο και κάτω από το ανατέλλον πλήρες σύννεφο εκεί θα μπορούσα να θαυμάσω τη γενέθλια μέρα μου μακριά· αλλά ο καιρός γύρισε
Γύρισε μακριά από τη θολή πόλη και κάτω από τον άλλο αγέρα και τον μπλε αλλαγμένο ουρανό ρέοντας αντίθετα από την όμορφη περιέργεια του θέρους με τα μήλα τα αχλάδια και τα κόκκινα μούρα και είδα στην αντιστροφή του καιρού τόσο καθαρά τις χαμένες αναμνήσεις ενός παιδιού όταν περπατούσε με τη μητέρα του μέσα από τις παραβολές του ηλιόφωτος και τους θρύλους των πράσινων εκκλησιών
Και τα διπλάσια ειπωμένα χωράφια της παιδικότητας Όπου τα δάκρυα του έκαψαν τα μάγουλα και η καρδιά του μετακινήθηκε μέσα στη δική μου Αυτά ήταν τα δάση, το ποτάμι και η θάλασσα Όπου ένα αγόρι Στο άκουσμα Της θερινής ώρας για τους νεκρούς που ψιθύριζαν την αλήθεια της ευτυχίας του Στα δέντρα και στους βράχους και στο ψάρι στην παλίρροια Και το μυστήριο που τραγούδησε ζωντανό Ακίνητο μέσα στο νερό και τα τραγουδοπούλια
Και εκεί όπου μπορούσα να θαυμάσω τη γενέθλια μέρα μου Μακριά αλλά ο καιρός γύρισε· και η αληθινή ευτυχία ενός πεθαμένου παιδιού εδώ και τόσο καιρό που τραγούδησε ενώ φλεγόταν από τον ήλιο. Ήταν ο τριακοστός μου χρόνος Στον ουρανό που στάθηκα εκεί και τότε ένα θερινό απόγευμα Αν και η πόλη από κάτω είχε γεμίσει με αίμα του Οκτώβρη. Ω! Ας είναι η αλήθεια της καρδιάς μου Να τραγουδιέται ακόμα Σε αυτόν τον ψηλό λόφο στην αλλαγή του έτους.
Και όταν από τα βάθη της μουσικής Μια νότα δονείται, μεγαλώνει και αναρριχάται Ώσπου μέσα σε άλλες αρμονίες Λιώνει μέσα στα βάθη της σιωπής Αμέσως έρχεται μια άλλη σιωπή! Σαν ένας σύνδεσμος, αιχμηρή σαν σπαθί Που κινεί και ανασηκώνει, σταματώντας μας Και όσο ίπταται, αφήνει Μνήμες και ελπίδες που κείτονται μεγάλες και μικρές Και αν και θέλουμε να κλάψουμε Στον λαιμό μας, πεθαίνει αυτή η κραυγή: Ρέουμε μέσα στη θάλασσα της σιωπής Όπου όλες οι άλλες σιωπές είναι βουβές
Σε οράματα της σκοτεινής νύχτας Ονειρευόμουν τη φυγή της αγέρωχης χαράς Αλλά ένα τής ζωής από το όνειρο ξύπνημα Με άφησε με σπασμένη τη καρδιά
Αχ! αυτό που δεν είναι όνειρο τής αυγής Σε αυτόν που του γεμίζει το βλέμμα Σε πράγματα γύρω του με μια ακτίνα Πώς να δεχτεί το παρελθόν της αναγκαστικής επιστροφής;
Αυτό το ιερό όνειρο – αυτό το ιερό όνειρο, Ενώ όλος ο κόσμος με χλεύαζε Εκείνο ώς υπέροχη ακτίνα με φώναζε Αυτό που με οδήγησε σαν ένα πνεύμα μοναχικό
Τι κι αν είναι αυτό το φως, θύελλα και νύχτα, Ρίγη από μακριά— Τι θα μπορούσε να υπάρχει πιο καθαρά φωτεινό
Ellis Island (απόσπασμα) – G. Perec (μτφρ. ε.ρ. ρουσσάκης)
Πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι τρώνε, πλένονται, πηγαίνουν για ύπνο, ντύνονται;
Δεν σημαίνει τίποτα, να θέλεις να κάνεις αυτές τις εικόνες να μιλήσουν, να αναγκαστούν να πουν εκείνο, που δεν θα ήξεραν πώς να το πουν.
Στην αρχή, μπορεί κανείς μόνο, να δοκιμάσει να ονομάσει τα πράγματα ένα- ένα, κάπως επίπεδα να τα απαριθμήσει με τον πιο κοινό και παλιομοδίτικο τρόπο με τον πιο ακριβή, τον απόλυτα ακριβή τρόπο προσπαθώντας να μην ξεχάσει Τίποτα